- τριτώνω
- 1. μετ. повторять трижды, в третий раз;2. αμετ. 1) случаться в третий раз;
θα τριτώσει το κακό — в третий раз беды не миновать;
2) удаваться трижды, в третий раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θα τριτώσει το κακό — в третий раз беды не миновать;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτώνω — τριτώνω, τρίτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τριτώνω — Ν [τρίτος] 1. συμβαίνω, γίνομαι για τρίτη φορά («θα τριτώσει το κακό») 2. κάνω κάτι για τρίτη φορά … Dictionary of Greek
τριτώνω — τρίτωσα, τριτώθηκα 1. αμτβ., συμβαίνω (γίνομαι, επαναλαμβάνομαι) για τρίτη φορά: Το κακό τρίτωσε. 2. μτβ., επαναλαμβάνω κάτι για τρίτη φορά: Τρίτωσε την επιτυχία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίτωμα — το, Ν [τριτώνω] επανάληψη για τρίτη φορά … Dictionary of Greek